- νεόμυστος
- νεό-μυστος, ον,A newly initiated, Orph.H.43.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόμυστος — νεόμυστος, ον (Α) αυτός που μυήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μυστος (< μυῶ / μυοῦμαι)] … Dictionary of Greek
νεομύστοις — νεόμυστος newly initiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek